- ρυθμοπλέκτης
- και ρυθμοπλέχτης, ο, Ναυτός που πλέκει, δηλαδή συναρμόζει, ρυθμούς («ω ρυθμοπλέχτες ποιητές, λατρεμένοι δάσκαλοι», Παλαμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμός + πλέκτης (< πλέκω), πρβλ. συμ-πλέκτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.